βαριεστάω

βαριεστάω
(βαριεστάω), (βαριέστησα) βαριεστημένος βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
βαριεστάω : εύχρηστη είναι κυρίως η μτχ. βαριεστημένος (σπάνια βαριεστισμένος, από το βαριεστίζω, που δε συνηθίζεται) που χρησιμοποιείται ως επίθετο ( αυτός που δείχνει βαρεμάρα, έλλειψη ενδιαφέροντος, διάθεσης).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχασμώμαι — ἐπιχασμῶμαι, άομαι (Α) χασμουριέμαι, βαριεστάω με κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”